άγλυκο ή αγλυκόνη — Τo συστατικό των γλυκοζιτών (αλκυλιωμένα παράγωγα σακχάρων), που απομένει όταν αφαιρεθεί το σάκχαρο με υδρόλυση … Dictionary of Greek
στροφανθιδίνη — η, Ν (βιοχ.) ακόρεστη στεροειδής βουτυρολακτόνη, το άγλυκο συστατικό στοιχείο τής στροφανθίνης … Dictionary of Greek
φλορετίνη — η, Ν (βιοχ.) εστέρας τού φλορετινικού οξέος με την φλωρογλυκίνη, ο οποίος αποτελεί το άγλυκο συστατικό τής φλοριζίνης. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. phloretin < phlor (< phlorizin, βλ. φλοριζίνη) + retine (< ρητίνη «ρετσίνη»)] … Dictionary of Greek
γλυκοζίτες — Οργανικές ενώσεις, φυσικές ή συνθετικά παράγωγα των σακχάρων, που έχουν στο μόριό τους μία αλδεϋδική ομάδα. Αν το σάκχαρο ενωθεί με ένα άλλο σάκχαρο, η ένωση ονομάζεται δισακχαρίτης (πολλά σάκχαρα ενωμένα μαζί σχηματίζουν έναν πολυσακχαρίτη)· αν… … Dictionary of Greek
στεροειδή ή στερεοειδή — Μεγάλη κατηγορία οργανικών ενώσεων, που έχουν στο μόριό τους έναν κοινό βασικό πυρήνα (μητρικός πυρήνας), το στεράνιο, ο οποίος αντιστοιχεί στον τύπο C17H28. Η δυνατότητα ύπαρξης πολλών διαφορετικών ενώσεων από τον ίδιο σκελετό οφείλεται στις… … Dictionary of Greek