άγλυκο

άγλυκο
Συστατικό που λαμβάνεται κατά τη διάλυση των ετεροζιτών. Η κυανυδρίνη της βενζαλδεΰδης αποτελεί το α. της αμυγδαλίνης. Το α. των γλυκοζιτών που δρουν φυσιολογικά λέγεται αγλυκόνη και διαφέρει σε ιδιότητες από τους γλυκοζίτες από τους οποίους προέρχεται.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • άγλυκο ή αγλυκόνη — Τo συστατικό των γλυκοζιτών (αλκυλιωμένα παράγωγα σακχάρων), που απομένει όταν αφαιρεθεί το σάκχαρο με υδρόλυση …   Dictionary of Greek

  • στροφανθιδίνη — η, Ν (βιοχ.) ακόρεστη στεροειδής βουτυρολακτόνη, το άγλυκο συστατικό στοιχείο τής στροφανθίνης …   Dictionary of Greek

  • φλορετίνη — η, Ν (βιοχ.) εστέρας τού φλορετινικού οξέος με την φλωρογλυκίνη, ο οποίος αποτελεί το άγλυκο συστατικό τής φλοριζίνης. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. phloretin < phlor (< phlorizin, βλ. φλοριζίνη) + retine (< ρητίνη «ρετσίνη»)] …   Dictionary of Greek

  • γλυκοζίτες — Οργανικές ενώσεις, φυσικές ή συνθετικά παράγωγα των σακχάρων, που έχουν στο μόριό τους μία αλδεϋδική ομάδα. Αν το σάκχαρο ενωθεί με ένα άλλο σάκχαρο, η ένωση ονομάζεται δισακχαρίτης (πολλά σάκχαρα ενωμένα μαζί σχηματίζουν έναν πολυσακχαρίτη)· αν… …   Dictionary of Greek

  • στεροειδή ή στερεοειδή — Μεγάλη κατηγορία οργανικών ενώσεων, που έχουν στο μόριό τους έναν κοινό βασικό πυρήνα (μητρικός πυρήνας), το στεράνιο, ο οποίος αντιστοιχεί στον τύπο C17H28. Η δυνατότητα ύπαρξης πολλών διαφορετικών ενώσεων από τον ίδιο σκελετό οφείλεται στις… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”